- κλατάρω
- αμετ. лопаться (о шине)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κλατάρω — κλατάρω, κλάταρα και κλατάρισα, κλαταρισμένος βλ. πίν. 53 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής